κοινωνια

κοινωνια
    κοινωνία
    ἥ
    1) (взаимо)отношение, (со)участие, общение, связь
    

(πρὸς ἀλλήλους Plat. и μετ΄ ἀλλήλων NT.; ἡδονῆς τε καὴ λύπης, κοινωνίαι καὴ ὁμιλίαι Plat.)

    τίς θαλάσσης βουκόλοις κ. ; Eur. — что общего у пастухов с морем?;
    ἥ ἀνθρωπίνη κ. Plat. — человеческие взаимоотношения, т.е. человеческое общество;
    δεξιὰς κοινωνίας δοῦναί τινι NT. — заключить с кем-л. союз

    2) брачная связь, брак Eur.
    3) общность
    

(τῶν πόνων Plat.)

    4) пожертвование, подаяние
    

(εἰς τοὺς πτωχούς NT.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κοινωνια" в других словарях:

  • κοινωνία — κοινωνίᾱ , κοινωνία communion fem nom/voc/acc dual κοινωνίᾱ , κοινωνία communion fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνία — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιά — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνίᾳ — κοινωνίαι , κοινωνία communion fem nom/voc pl κοινωνίᾱͅ , κοινωνία communion fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνία — η 1. σύνολο ομοειδών ζώων ή ανθρώπων: Αυτό συμβαίνει στις κοινωνίες των ζώων, όχι στις κοινωνίες των ανθρώπων. 2. το σύνολο των κατοίκων ορισμένης πόλης ή χώρας και ιδιαίτερα η καλή τάξη: Η Πάτρα έχει καλή κοινωνία. 3. επικοινωνία, συναναστροφή,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κοινωνία των Εθνών — Διεθνής οργανισμός που λειτούργησε κατά το πρώτο μισό του 20ού αι. και αποτέλεσε, κατά κάποιον τρόπο, τον πρόδρομο του ΟΗΕ. Η Κ.τ.Ε. ιδρύθηκε στο Παρίσι, στο πλαίσιο της συνθήκης των Βερσαλιών, με την οποία τερματίστηκε ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • θεία κοινωνία — Βλ. λ. Ευχαριστία, Θεία …   Dictionary of Greek

  • κοινωνίας — κοινωνίᾱς , κοινωνία communion fem acc pl κοινωνίᾱς , κοινωνία communion fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνίαι — κοινωνία communion fem nom/voc pl κοινωνίᾱͅ , κοινωνία communion fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνίαν — κοινωνίᾱν , κοινωνία communion fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»